Κωρυκις

Κωρυκις
    Κωρυκίς
    Κωρῠκίς
    -ίδος adj. f корикский
    

Κ. πέτρα κοίλη Aesch. = Κωρύκιον ἄντρον


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Κωρυκις" в других словарях:

  • κωρυκίς — κωρυκίς, ίδος, ἡ (Α) [κώρυκος] 1. αυτή που είχε σχέση με τον Κώρυκο τής Ιωνίας 2. μικρός δερμάτινος σάκος, σακίδιο 3. αρρώστια τών φύλλων τής φτελιάς που οφείλεται σε δήγμα εντόμου …   Dictionary of Greek

  • κωρυκίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίς — Κωρύκιος fem nom sg Κωρυκίς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρυκίδα — κωρυκίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρυκίδες — κωρυκίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρυκίσι — κωρυκίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τα πουλιά 2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρνις, ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ ορνις)] …   Dictionary of Greek

  • Κωρυκίδα — Κωρύκιος fem acc sg Κωρυκίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίδες — Κωρύκιος fem nom/voc pl Κωρυκίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίσι — Κωρύκιος fem dat pl Κωρυκίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»